- μαντεύω
- augurer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μαντεύω — divine pres subj act 1st sg μαντεύω divine pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύω — μαντεύω, μάντεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… … Dictionary of Greek
μαντεύω — μάντεψα 1. προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω κάτι, προφητεύω: Μάντεψε ότι θα γινόταν σεισμός. 2. συμπεραίνω, εικάζω: Βλέποντας την έκφρασή του μάντεψα αυτό που ετοιμαζόταν να μου πει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντευόντων — μαντεύω divine pres part act masc/neut gen pl μαντεύω divine pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύουσι — μαντεύω divine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαντεύω divine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύουσιν — μαντεύω divine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαντεύω divine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύσαις — μαντεύω divine aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) μαντεύω divine aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύσαντα — μαντεύω divine aor part act neut nom/voc/acc pl μαντεύω divine aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεῦσαι — μαντεύω divine aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύειν — μαντεύω divine pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)